- διοικούνται
- cе раководат
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
διοικοῦνται — διοικέω keep house pres ind mp 3rd pl (attic epic doric) διοικέω keep house pres ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
διοικοῦντ' — διοικοῦντα , διοικέω keep house pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διοικοῦντα , διοικέω keep house pres part act masc acc sg (attic epic doric) διοικοῦντα , διοικέω keep house pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθυπατιανός — ἀνθυπατιανός ή, όν (Μ) «ἀνθυπατιαναὶ χῶραι» περιοχές που διοικούνται από ανθύπατο … Dictionary of Greek
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
κοινόβιο — Μορφή οργάνωσης της μοναστικής ζωής, που διατηρείται έως σήμερα σε πολλά μοναστήρια του Αγίου Όρους. Στα πλαίσια του κ. οι μοναχοί μένουν, προσεύχονται και τρώνε σε κοινό τραπέζι, ενώ διοικούνται από ηγούμενο, τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι. Το… … Dictionary of Greek
κοινόβιος — α, ο (AM κοινόβιος, ον) 1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους 2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν) α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από… … Dictionary of Greek
ομοχειρία — η ναυτ. ομάδα ανδρών που υπηρετούν και χειρίζονται ένα πυροβόλο πλοίου και διοικούνται συνήθως από υπαξιωματικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χείρ, χειρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek